- ὑπόπεμπτος
- ὑπόπεμπτοςsent covertlymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόπεμπτος — ον, Α [ὑποπέμπτω] αυτός που τόν έστειλαν ως κατάσκοπο χωρίς να γίνει αντιληπτός … Dictionary of Greek
ὑποπέμπτους — ὑπόπεμπτος sent covertly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)